Η λεσβιακή ταυτότητα ως πολιτική ταυτότητα – Μάιος 2006
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΤΗΣ ΛΕΣΒΙΑΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΑΘΗΝΑΣ
ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΟΡΟΥΜ
ΑΘΗΝΑ, ΜΑΪΟΣ 2006
Η ομάδα μας παρουσιάστηκε στην πόλη της Αθήνας το φθινόπωρο του 2000. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε καμία συλλογικότητα λεσβιών που να δραστηριοποιείται στην πόλη. Αυτή ήταν μια έλλειψη αρκετά έντονη έτσι ώστε μια εκδήλωση της οργάνωσης ΕΟΚ να σταθεί ικανή αφορμή για να ξεκινήσει μια ομάδα από λεσβίες για λεσβίες. Στα σχεδόν 5μιση χρόνια που κύλησαν από τότε πολλές γυναίκες πέρασαν από το χώρο του Φεμινιστικού Κέντρου Αθήνας στο οποίο κάνουμε τις συναντήσεις μας- σαν φιλοξενούμενες αρχικά και σαν κομμάτι του Κέντρου στη συνέχεια. Η ανάγκη για συνάντηση, ανταλλαγή, επικοινωνία αλλά και δράση, ήταν αυτό που μας συνέδεσε και συνεχίζει ακόμη να αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό μας. Η Λεσβιακή Ομάδα Αθήνας εξελίχθηκε σε μια συλλογικότητα λεσβιών που προσπαθεί να χτίσει μια αίσθηση πραγματικής κοινότητας μεταξύ μας. Οι εβδομαδιαίες μας συναντήσεις είναι ο βασικός άξονας συγκρότησης. Η συλλογικότητά μας είναι μια ομάδα υποστήριξης, ένα πείραμα αυτοοργάνωσης και μια άσκηση ελευθερίας. Η εμπειρία αυτής της ομάδας είναι αυτό που θέλουμε να προσπαθήσουμε να μοιραστούμε σήμερα μαζί σας. Κι αυτή είναι μια εμπειρία διεκδίκησης με θετικό πρόσημο, μια εμπειρία που μας έκανε να επιθυμήσουμε, στα πλαίσια του Φόρουμ, να βρεθούμε με άλλες λεσβίες, από άλλες χώρες και πραγματικότητες και να μιλήσουμε όλες μαζί για αυτό που είναι η λεσβιακή εμπειρία στο δημόσιο χώρο. Για τις δυνατότητες και τα όρια του να κάνεις πολιτική ως λεσβία και για το πως η λεσβιακή ταυτότητα μπορεί να αποτελέσει μια πολιτική ταυτότητα.
Η αλήθεια είναι πως η ομάδα μας δεν μπορεί φυσικά να μιλήσει για την πραγματικότητα κάθε λεσβίας στην Ελλάδα. Μπορούμε μόνο να μιλήσουμε για αυτό που ζούμε και χτίζουμε εμείς. Και αυτό υπήρξε και συνεχίζει να είναι μια από τις πολιτικές μας αρχές. Καταθέτουμε και μιλάμε /αναλύουμε την εμπειρία μας, μιλάμε για τον εαυτό μας και πιστεύουμε /υποστηρίζουμε την εμπειρίας μας και την επεξεργασία της σαν εργαλείο πολιτικό- εργαλείο που μας βοηθάει να αποκτήσουμε συνειδητότητα, δύναμη και γνώση. Το προσωπικό είναι και πολιτικό και αυτό έχει διακηρυχθεί από το φεμινιστικό κίνημα εδώ και δεκαετίες. Όμως, ακόμη και στο χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς, μια κυρίαρχη αντίληψη για την πολιτική δράση δεν φαίνεται να μπορεί να ενσωματώσει και να αναγνωρίσει αυτό το τόσο σημαντικό αξίωμα. Έτσι συχνά, αντιμετωπιζόμαστε, ακριβώς γιατί διαλέγουμε σαν εργαλείο-αφετηρία της ανάλυσής μας την εμπειρία, σαν μια ομάδα που κάνει δουλειά «όχι και τόσο πολιτική» ή «όχι ακριβώς πολιτική» αλλά κάτι άλλο, κάτι «λιγότερο», κάτι που ανήκει στη σφαίρα μιας εσωστρεφούς αναζήτησης, που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή ως καθεαυτό πολιτική δράση και πράξη.
Παρόλα αυτά, η Λεσβιακή Ομάδα Αθήνας επιμένει. Η ομάδα μας, ενώ θεωρεί πολύ σημαντικές τις πολιτικές που εστιάζουν στη διεκδίκηση θεσμικών δικαιωμάτων έτσι ώστε να μην αντιμετωπίζονται οι lgbt άνθρωποι σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, ρίχνει ωστόσο το βάρος στη συλλογική επεξεργασία της καθημερινότητάς μας. Αυτό είναι το πρωτογενές υλικό που μας οδηγεί στη συνέχεια στη δράση. Πώς όμως έχουμε κινηθεί όλα αυτά τα χρόνια; Θα προσπαθήσουμε να σας δώσουμε μια εικόνα.
Στο κέντρο της δράσης μας μπήκε, λοιπόν, από την αρχή το αίτημα του μοιράσματος της καθημερινής βιωμένης εμπειρίας και της αναζήτησης των πρακτικών που μας κρατούν δέσμιες ενός διπλού αποκλεισμού: εκείνου που αφορά το κοινωνικό φύλο στο οποίο βρεθήκαμε εγγεγραμμένες από τη στιγμή της γέννησής μας και εκείνου που σχεδόν μας εξορίζει σ’ έναν αόρατο χώρο και αφορά τη σεξουαλική μας επιλογή και προσανατολισμό. Συγχρόνως, θελήσαμε να εστιάσουμε στη διαμόρφωση ενός πλαισίου που θα επέτρεπε την παραγωγή ενός κατά το δυνατό κοινού λόγου και μιας αποτελεσματικής δράσης. Προσπαθούμε, με άλλα λόγια, να καταλάβουμε πώς λειτουργεί η ομοφοβία και πώς ο σεξισμός ξεκινώντας από αυτά που αισθανόμαστε, από όσα συμβαίνουν κάθε μέρα και κάθε νύχτα, στη δουλειά, στην οικογένεια, στις σχέσεις μας, στο κρεβάτι μας, στις οικογενειακές γιορτές, στο δρόμο. Αναστοχαζόμαστε αισθήματα και συμπεριφορές μας στο πλαίσιο τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού έτσι ώστε, ακούγοντας τον εαυτό μας και η μια την άλλη να δημιουργείται ένας χώρος που υπερβαίνει την ατομική εμπειρία και την κάνει συλλογική, κοινή, αν και όχι ίδια για όλες και συνειδητή.
Μέσα σε μια τέτοια προβληματική θέτουμε ερωτήματα που συχνά ξεκινάνε από το μηδέν. Τίποτα δεν θεωρείται αυτονόητο γιατί όλα πρέπει να ειπωθούν σε μια καινούρια γλώσσα που θα τη φτιάξουμε εμείς. Αυτές οι αναζητήσεις σταδιακά αποκαλύπτουν ομοιότητες και διαφορές μεταξύ μας, κοινές μα και ριζικά αντίθετες εμπειρίες και θέσεις. Αν ήμαστε όλες λεσβίες τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Ένα πρώτο σημείο το οποίο φάνηκε, από την αρχή της ομάδας, ν’ αναγνωρίζεται, είναι το βαρύ φορτίο της βίας με το οποίο, μια ομοφοβική κοινωνία, μας έχει χρεώσει. Ένα φορτίο εξοντωτικό το οποίο συχνά, μέσα στο μοναχικό πλαίσιο της ιδιώτευσης, φαντάζει αβάσταχτο. Την ίδια όμως στιγμή που ομολογείται και περιγράφεται αυτή η κακοποίηση, ανακαλύπτουμε ότι υπάρχουν πολλές και διάφορες στρατηγικές επιβίωσης που κάνουν τις ζωές μας εφικτές. Έτσι γίνεται συνειδητή η διαδικασία μετασχηματισμού της καθημερινής κοινωνικής και συναισθηματικής εμπειρίας της καθεμιάς, σε αυτό που θα ονομάζαμε πολιτική εμπειρία. Διαπιστώνουμε τους τρόπους με τους οποίους είμαστε φορείς δράσης και όχι άβουλα θύματα. Παράλληλα με αυτό δημιουργείται και εκείνη η συνθήκη που μας κάνει ικανές να παράγουμε ένα δικό μας λόγο για την ύπαρξη και να φανταστούμε κατ’ επέκταση πιθανές δυνατότητες πολιτικής δράσης. Μιας δράσης που θα μας ταιριάζει και που θα μπορούμε να τη στηρίξουμε με την παρουσία μας και όχι με «εκπροσώπους» ή με όσες από εμάς μπορούν να «φαίνονται». Αυτό λοιπόν που αρχικά μοιάζει σαν ένας χώρος εξομολόγησης μοναχικών εμπειριών, μεταμορφώνεται σε μια συλλογική πολιτική αίσθηση του εαυτού. Και αυτό ακριβώς κατοχυρώνεται σα μια διεκδίκηση την οποία κερδίζουμε στο βαθμό που είμαστε ικανές να οργανώσουμε αυτή τη διαδικασία. Κερδίζουμε τον εαυτό μας, στηριζόμενες στη συλλογική μας δύναμη- καταργούμε έτσι, ως ένα βαθμό τους όρους του αποκλεισμού μας. Είμαστε παρούσες, με σώμα και φωνή και όχι αόρατες.
Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, η ομάδα προσπάθησε και προσπαθεί να βάλει τις βάσεις μιας συζήτησης που θα διερευνά, εξετάζοντας τη σχέση μας με τον κόσμο, την ταυτότητα ή τις πιθανές ταυτότητες των ομοφυλόφιλων γυναικών ή αλλιώς των γυναικών που κάνουν μια σεξουαλική επιλογή που δεν συμμορφώνεται με το κυρίαρχο πρότυπο. Σ’ αυτό το πλαίσιο προσεγγίζουμε ζητήματα όπως η σχέση μας με την οικογένεια, αυτή που μας έθρεψε και αυτή που θα θέλαμε να δημιουργήσουμε, με τη σεξουαλικότητά μας, με τους εργασιακούς χώρους, με τη θρησκεία και την εκκλησία, με την πολιτική δράση και τον ακτιβισμό, με τους πολιτικούς χώρους που δουλεύουν ενάντια στον σεξισμό, το ρατσισμό, την ταξική εκμετάλλευση, τον κοινωνικό αποκλεισμό. Αυτό που αναδύεται δεν είναι φυσικά μια ομοιογενής ταυτότητα που να καλύπτει όλες τις γυναίκες που αυτο-προσδιορίζονται ως λεσβίες ή ομοφυλόφιλες. Όμως μπορούμε να ψηλαφίσουμε τα στοιχεία εκείνα που κατασκευάζουν το πολυσύνθετο δεδομένο που είναι η ταυτότητά μας και, ακόμη περισσότερο, να προχωρήσουμε προς την κατεύθυνση της πολιτικοποίησης αυτής της ταυτότητας. Η αναγκαιότητα να δώσουμε πολιτική διάσταση στον τρόπο που βιώνουμε τις ταυτότητές μας δεν δημιουργήθηκε αυτόματα και ούτε είναι μια υπόθεση που έχει κλείσει. Ξανά και ξανά στρέφουμε τη συζήτηση σε ζητήματα που θέτουν ερωτήματα και προσπαθούμε ν’ ανοίξουμε μονοπάτια, που θα μας φέρουν πιο κοντά σε μια απελευθερωτική προοπτική. Δίνεται χώρος και φωνή σε κάθε γυναίκα που παίρνει μια θέση στον κύκλο της ομάδας και αυτή είναι μια ακόμη διεκδίκηση που παλεύουμε να κατοχυρώσουμε. Ξέρουμε πολύ καλά πως δεν είμαστε όλες «ίσες». Δεν ξεκινάμε από την ίδια θέση και παλεύουμε να χτίσουμε τη μεταξύ μας ισοτιμία χωρίς να παριστάνουμε πως υπάρχει σαν κάτι δεδομένο. Έχουμε διαφορετικές εμπειρίες ζωής, διαφορά στην ηλικία, στο μορφωτικό επίπεδο ακόμη και διαφορετική ταξική θέση ή καταγωγή. Δεν έχουμε τις ίδιες δυνατότητες έκθεσης, δεν έχουμε τις ίδιες ικανότητες έκφρασης, διαθέτουμε διαφορετικά ταλέντα, επιθυμίες, αντοχές. Χωρίς να φοβόμαστε την πρωτοβουλία προσπαθούμε παρόλα αυτά να χτίσουμε μια συλλογικότητα που θα μπορεί να αναγνωρίζει όλες αυτές τις διαφορές χωρίς να δημιουργεί ιεραρχίες και σχέσεις εξουσίας μεταξύ μας. Μια διάκριση ανάμεσα σε όσες «ξέρουν καλλίτερα» ή «μπορούν» και όσες απλώς ακολουθούν τις πρώτες. Προσπαθούμε να συνδυάσουμε τα δυνατά μας σημεία σε ένα μεγάλο ψηφιδωτό όπου η κάθε μια θα μπορεί να εκφράσει τον εαυτό της και να προσφέρει. Έτσι δουλεύουμε τη συλλογική μας αυτοεκτίμηση. Αυτή η προσπάθεια για ουσιαστική ισοτιμία ίσως και να είναι ένα από τα πιο δύσκολα εγχειρήματα και ενεργοβόρα. Αλλά κάνει και την πιο μικρή μας πολιτική πράξη και κατάκτηση να αξίζει.
Ο τρίτος άξονας του προβληματισμού μας, σχετίζεται με το μείζον θέμα της συγκρότησης μιας δράσης που θα εκφράζει αγωνίες, ανάγκες, πολιτικά αιτήματα για κοινωνικά και θεσμικά δικαιώματα και θα κατασκευάζει τις γέφυρές μας με τον «έξω» κόσμο και τελικά θα μας κάνει ορατές. Το πρόβλημα της ορατότητας αποτέλεσε ένα σημείο αιχμής για το lgbt κίνημα από την αρχή της εμφάνισής του. Τόσο η ομοφυλόφιλη ταυτότητα όσο και κάθε ταυτότητα που αρνιέται ή υπερβαίνει την καταναγκαστική ετεροφυλοφιλία καταδικάζεται με συμβολικούς και κυριολεκτικούς τρόπους στην ανυπαρξία. Το πρόβλημα της επιλογής μιας δράσης, που δε θα μας στέλνει ανυπεράσπιστα θύματα, τροφή στο ομοφοβικό τέρας που τρέφει η ίδια η κοινωνία μας, αλλά που συγχρόνως θα διεκδικεί όλο και περισσότερο την ισότιμη θέση μας στο κοινωνικό μωσαϊκό, είναι ένα μεγάλο ζητούμενο. Η ομάδα προσπάθησε και προσπαθεί να δυναμώσει καθεμιά μας, έτσι ώστε, το συλλογικό μας πρόσωπο, να μπορέσει ν’ αντιμετωπίσει το στίγμα που φέρει η επιλογή μας στο πλαίσιο της κυρίαρχης κουλτούρας. Συγχρόνως παλεύουμε να δημιουργήσουμε δεσμούς με όλα εκείνα τα κομμάτια της κοινωνίας που θα συμμαχήσουν μαζί μας σε μια κοινή δράση για την ανατροπή και το μετασχηματισμό των δομών που παράγουν τις διακρίσεις και την κοινωνική αδικία. Αυτή η προσπάθεια να συναντηθούμε με τους άλλους δεν είναι πάντα εύκολη. Η ιδεολογία της ετεροκανονικότητας μέσα στην οποία κολυμπάμε όλοι κι όλες κάνει δύσκολη την επικοινωνία και την κατανόηση. Έτσι παρόλο που προσπαθούμε να φτιάξουμε δεσμούς ριζοσπαστικούς πολιτικούς χώρους με ανθρώπους που θεωρούμε συμμάχους, διαπιστώνουμε πως η ουσιαστική κατανόηση είναι μια δύσκολη υπόθεση. Θα σας δώσουμε ένα παράδειγμα, το ζήτημα «μόνο γυναίκες»: Η ομάδα μας δραστηριοποιείται σε έναν αντιεμπορευματικό, κοινωνικοπολιτικό χώρο που λειτουργεί και σαν σημείο συνάντησης διαφόρων συλλογικοτήτων που κάνουν δουλειά σε σχέση με τα κοινωνικά /πολιτικά δικαιώματα, τους μετανάστες, την πολιτική ανυπακοή, το αντιπολεμικό κίνημα. Βρισκόμαστε εκεί τουλάχιστο δυο φορές τον μήνα, κρατώντας το χώρο του μπαρ εθελοντικά και διοργανώνοντας κινηματογραφικές προβολές λεσβιακών ταινιών ή άλλου τύπου ανοιχτές εκδηλώσεις. Μια ή δυο φορές το χρόνο ζητάμε το χώρο για την οργάνωση ενός πάρτι μόνο γυναικών. Και τον έχουμε. Παρόλα αυτά, και τα 4 χρόνια που βρισκόμαστε στο Στέκι των μεταναστών κάθε φορά η επιλογή μας «μόνο γυναίκες» προκαλεί συζήτηση, ακόμη και αντίδραση. Είναι πολύ δύσκολο να μεταφέρουμε το βίωμα της καταπίεσής μας και να αποδείξουμε ότι το να μην διαλέγουμε έναν εμπορικό χώρο, όπως ένα λεσβιακό μπαρ για να γιορτάσουμε αλλά να διεκδικούμε παρόλα αυτά κάτι πολύ σημαντικό για εμάς, τη συνθήκη «μόνο για γυναίκες» δεν αναπαράγει το γκέτο αλλά αντιθέτως, το σπάει. Είναι πολύ δύσκολο να εκφράσουμε πως ο ιδιαίτερος τρόπος που έχουμε βιώσει τον αποκλεισμό μας οδηγεί στο να επιζητούμε κάποιες φορές τη χαρά και τη γιορτή με τέτοιους όρους. Όπως και να έχει, διεκδικώντας την επιλογή μας και με τη συνέπεια της παρουσίας μας στο χώρο, δημιουργούμε τελικά δεσμούς αλληλεγγύης και μεγαλώνουμε τα περιθώρια αμοιβαίας κατανόησης. Συγχρόνως η ομάδα μας, βρίσκεται μέσα σε έναν χώρο ανθρώπων που παλεύει για την κοινωνική αλλαγή από διαφορετικές αφετηρίες και αυτό μας προσφέρει γνώση αλλά και δύναμη, μας κάνει να αντιμετωπίζουμε την καταπίεσή μας όχι σε απομόνωση αλλά μέσα στη δυναμική των συλλογικών διαδικασιών. Και αυτό είναι ένα τεράστιο κέρδος για όλες μας. Δημιουργούμε ένα χώρο ασφαλή, όπου μπορούμε να βρισκόμαστε ως λεσβίες και όπου μας αποδέχονται και μας αναγνωρίζουν. Μαθαίνουμε τους άλλους και μας μαθαίνουν και αυτοί.
Οι εβδομαδιαίες συναντήσεις μας υπήρξαν ο βασικός άξονας συγκρότησης για τη συλλογικότητα που ονομάστηκε Λεσβιακή Ομάδα Αθήνας. Η ανάγκη για συνεύρεση, συζήτηση και δράση ήταν το βασικό αίτημα που συνέδεσε τις πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους γυναίκες που βρέθηκαν στον χώρο του Φεμινιστικού Κέντρου της οδού Ερεσού. Οι γραμμές που προηγήθηκαν δε σκόπευαν να κάνουν μια αναδρομή στα χρόνια αυτά – ή τουλάχιστον όχι ακριβώς. Πρόθεση μας ήταν, να μιλήσουμε κυρίως για την εμπειρία της Ομάδας ως μια εμπειρία διεκδίκησης στο πλαίσιο των σημερινών πολιτικών και κοινωνικών δεδομένων και μάλιστα για μια εμπειρία διεκδίκησης με θετικό πρόσημο.