8ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ – Ιούλιος 2003
Όψεις της ομοφοβίας στην ελληνική κοινωνία σήμερα
Μια κουβέντα για την ομοφοβία στην Ελλάδα σήμερα, θα μπορούσε να έχει τουλάχιστον δύο όψεις: Από τη μία, θα μπορούσε να αφορά το πώς εμείς, ως λεσβίες, βιώνουμε/καταγράφουμε/αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και τη σχέση μας με αυτόν, μέσα από το πλαίσιο των διακρίσεων εις βάρος μας, της καταπίεσης και συχνά της κακοποίησης, που επιβάλλουν οι ομοφοβικές συμπεριφορές και ο ετεροσεξισμός της ελληνικής κοινωνίας.
Από την άλλη, η ίδια συζήτηση θα μπορούσε να εξετάζει την ομοφοβία, όχι ως κλειστό σύστημα συμπεριφορών και πρακτικών που αφορά μόνο εμάς, αλλά ως τμήμα μιας ευρύτερης ιδεολογίας αποκλεισμού και ελέγχου ταυτοτήτων, που ξεφεύγουν από ένα ιδανικό πρότυπο και άρα γίνονται δυνάμει επικίνδυνες. Έτσι θα μπορούσαμε να συνδέσουμε την ομοφοβία με μια σειρά από αντίστοιχες πρακτικές και αντιλήψεις που λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο για πολλές και διαφορετικές κοινωνικές ομάδες.
Η Λεσβιακή Ομάδα Αθήνας διάλεξε να κουβεντιάσει την ομοφοβία με αυτούς τους όρους πρώτα και κύρια γιατί νιώθουμε την ανάγκη, μια πολιτική, τρόπω τινά, ανάγκη, να δούμε τη δράση μας να συνδέεται με τη δράση άλλων ανθρώπων που βιώνουν στο πετσί τους καθημερινά, επίμονα και βασανιστικά, τον κοινωνικό αποκλεισμό και το στίγμα της διαφοράς. Η άλλη όψη αυτής της ανάγκης είναι η επιθυμία, μια πολιτική επιθυμία, να εμπλουτίσουμε τις δυνατότητές μας, έτσι ώστε να παλέψουμε αποτελεσματικά ενάντια στον ομοφοβικό αποκλεισμό και τελικά, ενάντια σε κάθε αποκλεισμό.
Ο χώρος αυτός στον οποίο βρισκόμαστε και η συμμετοχή μας στο γίγνεσθαι που είναι το αντιρατσιστικό φεστιβάλ είναι για εμάς κομμάτι μιας τέτοιας αντίληψης. Νιώθουμε ότι όσο μας ενδυναμώνει, άλλο τόσο μας κάνει και να ελπίζουμε πως μπορούμε με την παρουσία μας εδώ να απομυθοποιήσουμε και να κλονίσουμε τις κατασκευασμένες εικόνες που έχουν οι άλλοι για εμάς και συγχρόνως εμείς για αυτούς.
Η ομάδα θέλησε, λοιπόν, ν’ απαντήσει στο ερώτημα, ποια είναι αυτά που μας συνδέουν με όσες και όσους αποκλείονται κοινωνικά, σε μια προσπάθεια να πιάσει το νήμα που φέρνει την ομοφοβία πέρα από τη δική μας εμπειρία και μας κάνει να αντιληφθούμε περισσότερο σφαιρικά τον αποκλεισμό. Η πρώτη απάντηση ήρθε από αυτό που βιώνουμε ως κοινωνικό περιθώριο. Τα γκέτο είναι μια πραγματικότητα της κοινωνικής μας ζωής, κάτι σαν αναπόφευκτη επιλογή, στην οποία υποχρεωνόμαστε και μέσω της οποίας αναπαράγεται η ιδεολογία του αποκλεισμού. Τα γκέτο είναι μια πραγματικότητα, όχι όμως μόνο δική μας. Το περιθώριο χωράει πολλές και πολλούς άπαξ και αυτοί δεν συμμορφώνονται με το πρότυπο και αυτό είναι ένας λόγος, για να δούμε πόσο κοντά είμαστε τελικά. Από μια άλλη μεριά, εξίσου κοινή είναι και η εξαίρεσή μας από δικαιώματα που θεωρούνται αδιαπραγμάτευτα για όλους τους άλλους. Όπως για παράδειγμα η ελληνίδα λεσβία σήμερα, αποκλείεται από όσα απορρέουν ως οφέλη της θεσμοποιημένης συμβίωσης (είτε με τη μορφή του γάμου, είτε με τις νέες μορφές που αναγνωρίζονται πλέον σε διάφορα μέρη του κόσμου) άλλο τόσο και η μετανάστρια, για παράδειγμα, αποκλείεται από το δικαίωμα στη νόμιμη εργασία και η γυναίκα από την ισότιμη πληρωμή. Συνεχίζοντας την κατασκευή ενός τέτοιου χάρτη που να αποτυπώνει την κοινή εμπειρία των διαφόρων μορφών του αποκλεισμού, σκεφτήκαμε πάνω σε μερικά, επίσης πολύ σημαντικά, σημεία: οι κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες μοιράζονται την απουσία τόσο της εικόνας τους όσο και του λόγου τους στον κοινωνικό χώρο. Και όταν αυτή η εικόνα εμφανίζεται, συνδέεται σχεδόν αποκλειστικά με απαξίες και με μια σειρά από αρνητικά στερεότυπα. Άλλο ένα τέτοιο χαρακτηριστικό είναι και η κακοποίηση μας μέσω της γλώσσας, της θεσμικής και της καθημερινής. Και τελικά ίσως αυτό που μας συνδέει πάνω απ’ όλα να είναι η εμπειρία της βίας, μιας βίας κυριολεκτικής και συμβολικής, που ασκείται επάνω στις ζωές μας, συνθλίβοντας συχνά την καθημερινότητά μας και δυσκολεύοντας οποιαδήποτε προσπάθεια να αλλάξουμε τα πράγματα.
Ξαναγυρνώντας τη συζήτηση σε μια αντίληψη της ομοφοβίας, ως κομμάτι μιας ευρύτερης ιδεολογίας, αυτό που προκύπτει, ως επιτακτική ανάγκη για εμάς, είναι να βρούμε το δρόμο και να διαμορφώσουμε πολιτικές διαδικασίες, έτσι ώστε να αντιληφθούμε τις κοινές συνιστώσες της ομοφοβίας με τις άλλες μορφές αποκλεισμού. Ακόμη παραπέρα, αναζητάμε να διαμορφώσουμε τους όρους που θα επιτρέψουν κοινές διεκδικήσεις και που θα μας βοηθήσουν να προχωρήσουμε πέρα από την απλή ανοχή στην ουσιαστική κατανόηση, την αποδοχή και τη δημιουργία δεσμών αλληλεγγύης. Με αυτό τον τρόπο, ίσως μπορέσουμε να δούμε τις ταυτότητές μας, όχι ως στεγανά, αλλά ως κοινές αφετηρίες αμφισβήτησης της καταπίεσης και αντίστασης απέναντι σε μια κοινωνία που μας θέλει στο περιθώριο. Γιατί ακόμα και όταν το γράμμα του νόμου θα μας έχει δώσει δικαίωμα πρόσβασης στην αίσθηση ελευθερίας, ισότητας και αξιοπρέπειας που απολαμβάνουν οι ευνομούμενοι πολίτες, αλλά θα συνεχίζουν να υπάρχουν πρακτικές, συμπεριφορές και νοοτροπίες που θα συντηρούν τον αποκλεισμό, τότε το γράμμα αυτού του νόμου θα παραμένει για μας ένα «πουκάμισο αδειανό».